χυτοσιδηρούς

χυτοσιδηρούς
-ά, -ούν, Ν
(λόγιος τ.) κατασκευασμένος από χυτοσίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυτοσίδηρος + κατάλ. -ούς τών αρχ. συνηρημένων επιθ. (πρβλ. χρυσούς). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ν. Θ. Σχινά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σιδηρομολυβδαίνιο — το, Ν (μεταλλ.) κράμα σιδήρου και μολυβδαινίου που χρησιμοποιείται για την εισαγωγή μολυβδαινίου στους ειδικούς χάλυβες και χυτοσιδήρους. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ferromolybdenum < ferro (< λατ. ferrum «σίδηρος») +… …   Dictionary of Greek

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”